- λεβεντοπνίχτρα
- η(για τη θάλασσα), αυτή που πνίγει τους λεβέντες (ναυτικούς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεβεντοπνίχτρα — η (για τη θάλασσα) αυτή που πνίγει τους λεβέντες («θάλασσα λεβεντοπνίχτρα, θάλασσα φαρμακερή», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεβέντης + πνίχτρα (< πνίγω)] … Dictionary of Greek